- κέρχνης
- κέρχνηhawkfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερχνῄς — κέρχνη hawk fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CENCHRI — Graece Κέγχροι, et in vestibus et in vasis, positi occurrunt. In vestibus rotundi sunt clavi et macularum formae orbiculares, quibus vestes intertexi atque distingui mos. Athenaeus, l. 12. Ι῎δοι δ᾿ ἄν τις, φηςὶ καὶ τὰς καλουμένας ἀκταίας, ὅπερ… … Hofmann J. Lexicon universale
κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… … Dictionary of Greek